υπερκαλύπτω

υπερκαλύπτω
Ν
(κυριολ. και μτφ.) καλύπτω σε μέγιστο βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + καλύπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… …   Dictionary of Greek

  • κατακλύζω — (AM κατακλύζω) 1. πλημμυρίζω, υπερκαλύπτω έδαφος με νερό (α. «ο ποταμός κατέκλυσε την πεδιάδα» β. «ὅταν οἱ θεοὶ τὴν γῆν καθαίροντες ὕδατι κατακλύζωσιν», Πλάτ.) 2. γεμίζω κάτι με πολύ νερό 3. (μέσ. παθ.) κατακλύζομαι είμαι ή γίνομαι υπερπλήρης από …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπεραμπέχω — Α υπερκαλύπτω, σκεπάζω από πάνω («ὁ ὑπεραμπέχων οὐρανός», Τιμόθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀμπέχω «περιβάλλω, καλύπτω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”